σκουληκοφαγωμένος

σκουληκοφαγωμένος
η , ο изъеденный, источенный червями

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σκουληκοφαγωμένος" в других словарях:

  • σκουληκοφαγωμένος — η, ο, Ν φαγωμένος από σκουλήκια, σκωληκόβρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + φαγωμένος (πρβλ. ποντικο φαγωμένος)] …   Dictionary of Greek

  • σκουληκοφαγωμένος — η, ο αυτός που έχει φαγωθεί από σκουλήκια: Τα πιο πολλά μήλα ήταν σκουληκοφαγωμένα και τα πέταξε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θριπήδεστος — θριπήδεστος, ον (Α) 1. σκουληκοφαγωμένος φρ. «σφραγίδια θριπήδεστα» τα πρώτα σκουληκοφαγωμένα ξύλα, που χρησίμευαν ως σφραγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, ιπός + ήδεστος < εδεστός (< έδω «τρώω»), με έκταση τής αρχικής συλλαβής λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • θριπόβρωτος — θριπόβρωτος, ον (Α) σκουληκοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, ιπός + βρωτος < βρωτός < βιβρώσκω (πρβλ. εύ βρωτος, πολύ βρωτος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»